Μεγαλώνοντας μέσα στην ίδια οικογένεια, κι όμως τόσο διαφορετικά

Πολλές φορές αναρωτιόμαστε πώς γίνεται και ενώ έχουμε μεγαλώσει στο ίδιο σπίτι, μέσα στην ίδια οικογένεια και έχουμε τους ίδιους γονείς να είναι ωστόσο τόσο διαφορετικές οι ιστορίες που θυμόμαστε, και που έχουμε να διηγηθούμε για εμάς, για τους γονείς μας, τα αδέρφια μας, για όσα μοιραστήκαμε, καβγαδίσαμε, για το πώς έγιναν τα πράγματα τελικά..

Πώς είναι δυνατόν μέσα στην ίδια οικογένεια το ένα παιδί να καταγράφει για παράδειγμα τη μητέρα του ως στοργική και τρυφερή ενώ το άλλο να νιώθει αποστερημένο της αγάπης και της στοργής της; Το ένα παιδί να αναφέρεται σε έναν δημιουργικό και δυναμικό πατέρα και το άλλο σε έναν άνθρωπο αρκετά απόμακρο και εσωστρεφή;

Η απάντηση σε τέτοια και ανάλογα ερωτήματα φωτίζεται αν αρχίσουμε να ψάχνουμε πέρα από το προφανές και ξεκινήσουμε να ξετυλίγουμε το νήμα από την εξής διαπίστωση: το πώς οι γονείς θα ερμηνεύσουν τα χαρακτηριστικά και την προσωπικότητα των παιδιών τους παίζει σημαντικό ρόλο και στο πώς θα σχετιστούν μαζί τους.

Ένα χαρακτηριστικό του παιδιού μπορεί να ανασύρει από το παρελθόν των γονιών μια συγκεκριμένη ανάμνηση, και αυτό μπορεί να τους οδηγήσει στο να καταγράψουν το παιδί ως δυνατό ή αδύναμο, ευαίσθητο, ανεξάρτητο, ταλαντούχο, έξυπνο, δημιουργικό, παράξενο, ιδόρρυθμο κοκ. Επίσης, οι συνθήκες που περιέβαλαν τη διάρκεια της κύησης ή γέννηση του παιδιού ή ένα κρίσιμο γεγονός που αφορά το παιδί (πχ μια αιφνίδια ασθένεια σε μικρή ηλικία, ένταση στη σχέση του ζευγαριού κατά τη διάρκεια της κύησης, οικονομικές δυσκολίες, μια σημαντική απώλεια, μία μετακόμιση κλπ) μπορούν να δημιουργήσουν έδαφος για συγκεκριμένες καταγραφές, στρέφοντας για παράδειγμα σε τέτοιο βαθμό πάνω του την προσοχή και την αγωνία με αποτέλεσμα το παιδί να ερμηνεύεται ακόμα και στην ενηλικίωσή του ως αδύναμο, ευαίσθητο με ανάγκη διαρκούς προστασίας και στήριξης. Παράλληλα, κάποια ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία του παιδιού μπορεί να κάνουν τους γονείς να ταυτίσουν το παιδί με την ίδια την προσωπικότητα κάποιου συγγενή τους μιας και εκείνος τα διαθέτει, με αποτέλεσμα όμως να θεωρούν πως και το παιδί ταυτίζεται με το συγκεκριμένο πρόσωπο και στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του, συνολικά. Για παράδειγμα, η θεία Ελένη που ήταν πάντα «φωνακλού και ζωηρή και πολύ ανεξάρτητη». Η ταύτιση της κόρης με τη θεία Ελένη μπορεί να κάνει τους γονείς να θεωρούν χωρίς να το συνειδητοποιούν, ότι και η κόρη τους που αντίστοιχα είναι πολύ ζωηρή χρειάζεται λιγότερη στοργή απ’ ό,τι η αδερφή της, μιας και, όπως η θεία Ελένη, τα καταφέρνει κι εκείνη εύκολα μόνη της. Αυτά τα δύο κορίτσια όταν ενηλικιωθούν θα μοιράζονται πιθανά διαφορετικές ιστορίες σχετικά με την τρυφερότητα των γονιών και τις ελευθερίες που τους επέτρεπαν ή όχι.

Οι καταγραφές και οι ταυτίσεις που θα κάνουμε φυσικά λοιπόν θα επιδράσουν στο πώς θα σχετιστούμε με τα παιδιά. Έτσι, με τον Φίλιππο, που είναι «ίδιος ο θείος Λάζαρος, ευαίσθητος, μελαγχολικός, δημιουργικός», είναι πιθανό να αναπτύξουμε μια σχέση μεγαλύτερης προστασίας, φροντίδας, έγνοιας, παροχής ερεθισμάτων και πρόσβασης σε δημιουργικές ενασχολήσεις ίσως, παρά εμπιστοσύνης, αυτενέργειας και ελευθερίας όπως με τη Ράνια που είναι ίδια η αδερφή του πατέρα «εύστροφη, πρακτική και ανεξάρτητη».

Οι ταυτίσεις που κάνουμε μπορούν να διαμορφώσουν τόσο τα σενάρια των σχέσεών μας με τα παιδιά όσο και τις ίδιες τις πορείες των παιδιών, καθώς και το πώς βλέπουν και τα ίδια τα παιδιά τον εαυτό τους και είναι σημαντικό να πούμε πως σε έναν βαθμό ταυτίσεις κάνουμε όλοι και αυτό είναι υγιές. Μπορεί μάλιστα κάποιες ταυτίσεις να λειτουργούν σαν υγιές κίνητρο για ένα παιδί ή σαν έναυσμα να ανακαλύψει την ιστορία της οικογένειάς του και να συναντήσει τη θέση του μέσα στο χώρο και το χρόνο. Βέβαια, είναι εξίσου ουσιαστικό να είμαστε ενήμεροι για τη διαδικασία αυτή, η οποία μας συμβαίνει χωρίς να το συνειδητοποιούμε, ώστε να αποφύγουμε απόλυτες και εγκλωβιστικές ταυτίσεις που μπορεί να αποπροσανατολίσουν τη σχέση μας με τα παιδιά αλλά και να τους προσδώσουν χαρακτηριστικά μέσα στα οποία θα ασφυκτιούν προσπαθώντας να χωρέσουν, θα αδικούνται ή θα αντιδρούν όχι όμως εποικοδομητικά. Για παράδειγμα, φροντίζοντας υπερβολικά το ένα παιδί που ήρθε στον κόσμο την περίοδο απώλειας του πατρικού παππού και λιγότερο το μεγαλύτερο παιδί που «αντέχει»: κάτι τέτοιο θα μπορούσε να βυθίσει σε μια αίσθηση αδυναμίας και μελαγχολίας το παιδί που γεννιέται σε μια περίοδο αδυναμίας και πένθους και που ορίζεται σαν «δώρο» και «αντίβαρο» της μεγάλης δυσκολίας, ενώ το μεγαλύτερο παιδί σαν ενήλικας θα μπορούσε να περιγράψει μία διακοπή στη συναισθηματική σχέση με τον πατέρα του και επίσης να βιώνει συναισθήματα ματαίωσης και ανασφάλειας.  

Πέρα από τις όποιες ομοιότητες και τις συνθήκες που έχει βιώσει, το κάθε παιδί έχει τη δική του ταυτότητα να διαμορφώσει και η ταυτότητα είναι μία διεργασία σε εξέλιξη. Καμία συνθήκη δεν μπορεί να είναι απόλυτα καθοριστική ή ερμηνευτική και βέβαια σε καμία περίπτωση δεσμευτική. Σαν γονείς έχουμε να επιτρέπουμε πέρα από τις ταυτίσεις μας και την φροντιστική μας καθοδήγηση, να παρακολουθούμε και την εξέλιξη και διαμόρφωση των παιδιών με ενεργή περιέργεια και έκπληξη. Και βέβαια είναι επίσης ουσιώδες τόσο προς τη γονεϊκή μας ιδιότητα όσο και προς τον εαυτό μας να μας παρέχουμε φροντίδα και στήριξη στις δύσκολες συνθήκες προκειμένου να μπορούμε να ανταποκρινόμαστε χωρίς να εξαντλούμε τα αποθέματά μας αλλά και να αφήνουμε χώρο στη γνωριμία μας με το παιδί που κοντά μας ξετυλίγεται, πλάθεται, αναζητά, ανακαλύπτει και δημιουργεί τον εαυτό του.