Το παιδί που διστάζει

Σαν ενήλικές έχουμε λιγότερο ή περισσότερο αφομοιώσει τους κοινωνικούς κανόνες συμπεριφοράς, όπως για παράδειγμα τους καθημερινούς χαιρετισμούς, τους τρόπους προσέγγισης και αλληλεπίδρασης. Έτσι είναι για εμάς σχεδόν αυτόματη αντίδραση και αυτονόητη η καλημέρα, έχουμε μεγαλύτερη άνεση να προσεγγίσουμε έναν άνθρωπο που μας ενδιαφέρει, έχουμε αναπτύξει και σταθεροποιήσει τους δικούς μας τρόπους και ρυθμούς που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να γνωριστούμε και να επικοινωνήσουμε με φίλους, συγγενείς και ενεργοποιούνται αυτόματα.

Ο Νίκος, όμως, 7 ετών, συχνά παρατηρούμε πως δυσκολεύεται παρότι εμείς τον παροτρύνουμε να χαιρετήσει το φιλικό ζευγάρι και να παίξει στο δωμάτιό του με τα δικά τους παιδιά που βρίσκονται και κοντά ηλικιακά.

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Έχουμε πρώτα και κύρια να αναρωτηθούμε: μήπως ονομάζουμε δειλία το χρόνο που το παιδί χρειάζεται πριν δημιουργήσει επαφή; Μήπως δεν πρόκειται για δειλία του παιδιού αλλά είμαστε εμείς που νιώθουμε αμηχανία που το παιδί δεν χαιρέτησε και δεν ανταποκρίθηκε αμέσως στην πρόσκληση για παιχνίδι όπως θα θέλαμε ή θα κάναμε εμείς; Μήπως εμείς έχουμε μάθει να ανταποκρινόμαστε άμεσα και να ακολουθούμε τις κοινωνικές επιταγές στερούμενοι με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα να επιλέγουμε συνειδητά και εγκάρδια να συναντηθούμε και να συνδεθούμε; Και μήπως γι' αυτόν ακριβώς το λόγο μας δυσκολεύει η άμεση ανταπόκριση και συμμόρφωση του παιδιού που δεν συμβαίνει;

Το παιδί είναι σημαντικό να έχει το χρόνο αφενός να αφομοιώσει τους κοινωνικούς κανόνες καθώς μεγαλώνει αφετέρου να του επιτρέπεται να συνδέεται από επιθυμία. Είναι δική μας δουλειά λοιπόν να ενημερώσουμε τους φίλους και τους συγγενείς μας ότι «ο Νίκος χρειάζεται χρόνο για να σας γνωρίσει». Είναι πολύ σημαντικό να δώσουμε στα παιδιά το μήνυμα πως δικαιούνται να νιώθουν ασφάλεια στις συναναστροφές τους και να μην προσεγγίζουν επειδή το λέει κάποιος ακόμα και αυτοί είμαστε εμείς. Είναι επίσης σημαντικό να ακούμε τις αγωνίες και τους φόβους του παιδιού που ίσως το δυσκολεύουν και δεν έχουμε αφήσει να μιληθούν μιας και «πρέπει να παίξει με τον Κώστα και τη Μαρία» ή «πρέπει να αγκαλιάσει τη θεία Ελένη». Άραγε μήπως επίσης μας δυσκολεύει να ακούσουμε ότι δεν θέλει να παίξει με τα παιδιά των φίλων μας ή ότι δεν έχει την επιθυμία αλληλεπίδρασης και εξωστρέφειας στο βαθμό που έχουμε ή θα επιθυμούσαμε εμείς να έχει; Και τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο πολύ να επιδιώκουμε το άνοιγμα του παιδιού;

Έχουμε να αφουγκραστούμε τόσο το παιδί όσο και τις δικές μας σκέψεις και τα δικά μας συναισθήματα.

Είναι φυσιολογικό, λειτουργικό και υγιές το παιδί να θέλει να διερευνήσει το συναίσθημά του μέσα στις διάφορες καταστάσεις και στις επαφές του με τους άλλους. Αυτή η ψυχική διεργασία είναι που το προφυλάσσει από κινδύνους και το βοηθά να έχει επιλέγει με βάση την επιθυμία και τον αυτοσεβασμό του. Αν αυτή τη φυσιολογική και σημαντική διεργασία την ονομάσουμε δειλία το παιδί μας ίσως καταγράψει τον εαυτό του σαν αληθινά δειλό και τότε μπορεί να αρχίσει να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό αυτό, πιστεύοντας πως δεν έχει τις δεξιότητες που χρειάζονται για να συνδέεται με τους άλλους, ενώ ταυτόχρονα ενοχοποιείται ο δικός του τρόπος να γνωρίσει, να συνδεθεί και να επιθυμήσει ή όχι μια επαφή. Μαθαίνει έτσι είτε να ακινητοποιείται κοινωνικά για να μπορεί δικαιώνει τον τίτλο του δειλού, είτε να υποτάσσεται και να «συνδέεται» επειδή «πρέπει» αποκλείοντας όμως την λαχτάρα της σχέσης, μιας και το συναίσθημά του δεν ακούγεται, δεν έχει χώρο, δεν υπάρχει χρόνος και κινδυνεύουμε «να παρεξηγηθούμε στους καλεσμένους μας».

Μήπως είναι που εμείς μάθαμε να λειτουργούμε με αυτόν τον τρόπο ενώ ακόμα και για μας ήταν πιεστικές και χωρίς αληθινό νόημα κάποιες καλημέρες, κάποιες αγκαλιές και μερικά φιλιά; Μήπως και εμείς σαν παιδιά λαχταρούσαμε κρυφά να ήταν αλλιώς τα πράγματα; Μήπως αν μας δινόταν και εμάς ο χρόνος θα μπορούσαν να έχουν απελευθερωθεί ωραίες και αυθεντικές συνδέσεις; Και ίσως να είχαν αποφευχθεί όσες ήταν περιττές ή και δυσλειτουργικές;

Είναι πραγματικά ευεργετικό το να δίνουμε στο παιδί το χρόνο που χρειάζεται για να γνωρίσει, να αλληλεπιδράσει και να αποφασίσει μόνο του πώς νιώθει και θέλει να σχετιστεί. Είναι συνάμα πολύτιμο το να χτίσουμε μια ελεύθερη επικοινωνία μαζί του, ώστε να επικοινωνεί τις αγωνίες και τους φόβους του: έτσι μόνο θα μπορούμε να το βοηθήσουμε εάν υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που το δυσκολεύουν να σχετιστεί.

Το μεγάλωμα των παιδιών πάντα θέτει ερωτήματα φέρνοντας στην επιφάνεια πολλές και ξεχασμένες αναμνήσεις και δημιουργεί την ευκαιρία- πρόκληση να αφουγκραστούμε, να επεξεργαστούμε και να θεραπεύσουμε το δικό μας παρελθόν ελευθερώνοντας έτσι τον εαυτό μας και δίνοντάς μας τη δυνατότητα να διαλέξουμε αληθινά με ποιες αξίες θέλουμε να πορευτούμε στην ανατροφή και τη συναισθηματική φροντίδα των παιδιών μας.