Ο φόβος της μοναξιάς: Απομόνωση ή δυνατότητα ανασυγκρότησης;

Στις μέρες μας η μοναξιά έχει πάψει να είναι θέμα- ταμπού, τουλάχιστον φανερά. Οι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι νέοι, διεκδικούν την προσωπική τους εξέλιξη και δίνουν έμφαση στη δυνατότητά τους να είναι ανεξάρτητοι. Η σύναψη σχέσεων δεν θεωρείται πάντα προτεραιότητα και συχνά δίνει τη σκυτάλη στις εφήμερες συναντήσεις και τις απολαύσεις με ημερομηνία λήξεως. Αν όμως κοιτάξουμε πίσω από αυτές τις στάσεις έχουμε να αντικρύσουμε έναν πραγματικό φόβο μοναξιάς: η αντικατάσταση του εφήμερου από ένα άλλο όμοιό του φανερώνει την αίσθηση αδυναμίας απέναντι στη μοναξιά που επέρχεται στο μεσοδιάστημα.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι που κοιτάζουν πιο καθαρά τη μοναξιά τους και τα έντονα συναισθήματα που βιώνουν: φόβο, αγωνία, αμφιβολία. Και αυτή η κατηγορία ανθρώπων είτε αναζητά άμεση ανακούφιση, είτε παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο αυτό- λύπησης και μοναξιάς που καταλήγει να γίνεται απομόνωση που πρέπει κανείς άμεσα να αποδιώξει.

Και στις δύο περιπτώσεις το υπόβαθρο είναι το ίδιο: φόβος απέναντι στη μοναξιά και αναζήτηση εύκολου τρόπου να τη διαχειριστούμε.

Τι σημαίνει τελικά να βρεθεί κανείς σε κατάσταση μοναξιάς; Είναι η μοναξιά σημείο παθολογίας;

Η μοναξιά, και όχι η απομόνωση, είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη υπόσταση. Από την ημέρα της γέννησής του ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τον αποχωρισμό. Είναι μάλιστα μέσω του αποχωρισμού από τη μήτρα που φτάνει στη ζωή. Καθώς μεγαλώνει «εγκαταλείπει» την αγκαλιά της μητέρας του για να σταθεί στα δικά του πόδια, μαθαίνει να περπατάει. Αργότερα, «αφήνει» την οικογενειακή σιγουριά για να εξερευνήσει νέα πλαίσια συνύπαρξης, εντάσσεται στη σχολική κοινότητα. Ως ενήλικος, «αποχωρίζεται» την πατρική του οικογένεια για να γίνει δημιουργός της δικής του οικογένειας.

Όλες αυτές οι καταστάσεις εμπεριέχουν και μάλιστα προϋποθέτουν μία περίοδο μοναξιάς. Χωρίς αυτήν θα μέναμε αιώνια παιδιά, αδύναμα να σταθούμε στα δικά μας στηρίγματα, ανήμπορα να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητές μας. Αν ενδώσουμε στο φόβο αυτής της μοναξιάς, τα παιδιά δεν θα πρέπει να πηγαίνουν σχολείο, να κοινωνικοποιούνται και να εξελίσσονται πνευματικά. Οι φοιτητές δεν θα πρέπει να σπουδάζουν σε άλλες πόλεις ή χώρες, αλλά να συμβιβάζουν τους εαυτούς στα λίγα και φυσικά χωρίς φιλοδοξία και όνειρα. Οι ενήλικες δεν θα πρέπει να δημιουργούν οικογένειες, αλλά να γερνούν μαζί με τους γονείς τους, μαραμένοι και στερημένοι. Οι παθολογικές σχέσεις δεν θα πρέπει να αφήνονται και να δημιουργούνται προϋποθέσεις για καλύτερες, γιατί η μοναξιά καραδοκεί, άρα καλύτερα να ζούμε σε μία «σχέση» που μας ευτελίζει ερωτικά και ψυχικά.

Έχουμε λοιπόν να διακρίνουμε ανάμεσα στη μοναξιά- απομόνωση και τη μοναξιά εκείνη που μας είναι απαραίτητη ώστε να περάσουμε σε μία νέα φάση ζωής. Αυτή η μοναξιά είναι που μας δίνει τη δυνατότητα να αφουγκραστούμε τους εαυτούς μας. Να αναλογιστούμε με υπευθυνότητα αλλά και τρυφερότητα απέναντι στον εαυτό μας ως προς το πού βρισκόμαστε και προς το πού θέλουμε να κατευθυνθούμε. Μας δίνει χρόνο και ψυχικό χώρο ώστε να βιώσουμε τα συναισθήματά μας και να τα τοποθετήσουμε σε ασφαλείς μεριές χωρίς να κρυβόμαστε από εμάς τους ίδιους.

Αν μας επιτρέψουμε να ακούσουμε πραγματικά τους εαυτούς μας, να καταλάβουμε και να αποδεχτούμε τη μέχρι τώρα πορεία μας, με όλες τις επιτυχημένες και αποτυχημένες προσπάθειες, και να αφήσουμε τις επιθυμίες μας να αναδυθούν τότε είναι που η μοναξιά δεν είναι πια αντικείμενο αποφυγής αλλά περίοδος όπου ο άνθρωπος ανασυγκροτεί τις δυνάμεις του και προγραμματίζει το μέλλον του. Αντιθέτως, αν μας στερήσουμε αυτό το μεσοδιάστημα μοναξιάς, είναι πολύ πιθανό προσπαθώντας απλώς να την αποφύγουμε, να προβούμε σε σπασμωδικές κινήσεις «κουκουλώνοντας» τα συναισθήματά μας. Η επίγευση τέτοιων σπασμωδικών κινήσεων μάλιστα αναμένεται να είναι πιο απογοητευτική και το αποτέλεσμα περισσότερο μοναχικό και απομονωτικό.

Αν η μοναξιά είναι φάση περίσκεψης πάνω στον εαυτό μας, τις ενέργειές μας, τη δυσκολία της ζωής μας και τον τρόπο που θέλουμε να υπάρχουμε τότε δεν έχουμε να μιλάμε για απομόνωση, αλλά για μια πιο βαθιά γνωριμία με τον εαυτό μας και μια συνειδητή ανάληψη ευθύνης απέναντι σε ζωντανές επιθυμίες μας.